- πλερωτικός
- -ή, -ό, Νβλ. πληρωτικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πληρωτικός — ή, ό / πληρωτικός, ή, όν, ΝΑ και πλερωτικός, ή, ό, Ν [πληρώ] νεοελλ. αυτός που γίνεται ή εκτελείται με πληρωμή, τοῑς μετρητοίς, με την άμεση καταβολή χρημάτων αρχ. 1. αυτός που μπορεί να γεμίζει («δύναμις πληρωτική κοιλωμάτων», Πτολ.) 2. ιατρ.… … Dictionary of Greek